Ιαμβικές Καταβασίες Χριστουγέννων.
Ἴσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν.
Ψάλλει ο Δημήτριος Παπαγιαννόπουλος σε ζωντανή ηχογράφηση από τον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους στην Μήλο.
Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα.
Ὠδὴ α’. Ἦχος α’.
Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης,
Ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα, χερσώσας πάλαι.
Ἑκὼν δὲ τεχθείς, ἐκ Κόρης τρίβον βατήν,
Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὅν κατ’ οὐσίαν, Ἴσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν.
(Έσωσε ο Κύριός μας τον παλαιό καιρό τον Ισραηλίτικο λαό θαυματουργικά με το που μετέβαλε το υγρό κύμα της θάλασσας σε στεριά. Και τώρα πάλι με την εκούσια γέννησή Του από την Παρθένο, έκαμε ευκολοδιάβατο σε μας το δρόμο για τον Ουρανό. Αυτόν λοιπόν, που είναι στην ουσία ίσος και με τον Θεό Πατέρα ως Θεός και με μας τους ανθρώπους, δοξολογούμε.)
Ὠδὴ γ’.
Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν εὐεργέτα,
Ἐχθροῦ ταπεινῶν, τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν,
Φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας
Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους,
Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους,
Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως.
(Θεέ, ο ευεργέτης μας, πρόσδεξαι με συμπάθεια τους ύμνους των δούλων Σου, ταπεινώνοντας της αλαζονική έπαρση του εχθρού-διαβόλου και απαλλάσσοντας τους υμνητές Σου, μακάριε παντεπόπτη, από την αμαρτία, ακλόνητα στηριγμένους στο θεμέλιο της πίστεως.)
Ὠδὴ δ’.
Γένους βροτείου, τὴν ἀνάπλασιν πάλαι,
ᾌδων προφήτης, Ἀββακοὺμ προμηνύει,
Ἰδεῖν ἀφράστως, ἀξιωθεὶς τὸν τύπον·
Νέον βρέφος γάρ, ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου,
Ἐξῆλθε λαῶν, εἰς ἀνάπλασιν Λόγος.
(Την αναγέννηση του ανθρωπίνου γένους προφητεύει ψάλλοντας τον παλαιό καιρό ο προφήτης Αββακούμ, όταν αξιώθηκε να δει, με τρόπο ακατανόητο, αυτήν νοερά. Γιατί πράγματι παράδοξο βρέφος, ο Λόγος του Θεού, βγήκε από το κατάσκιο βουνό, την Παρθένο, για να αναγεννήσει την ανθρωπότητα.)
Ὠδὴ ε’.
Ἐκ νυκτὸς ἔργων, ἐσκοτισμένης πλάνης,
Ἱλασμὸν ἡμῖν, Χριστὲ τοῖς ἐγρηγόρως,
Νῦν Σοι τελοῦσιν, ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ,
Ἔλθοις πορίζων, εὐχερῆ τε τὴν τρίβον,
Καθ’ ἣν ἀνατρέχοντες, εὕροιμεν κλέος.
(Σε εμάς, τους σκοτισμένους απ’ τα ζοφερά έργα της πλανεύτρας αμαρτίας, τώρα που αναμέλπουμε με πλήρη συναίσθηση ύμνο σε Σένα ως ευεργέτη Χριστέ, έλα προσφέροντας την εξιλέωση και καθιστώντας εύκολο το δρόμο της αρετής, πάνω στον οποίο τρέχοντας, άμποτε να βρούμε τη δόξα του Ουρανού.)
Ὠδὴ ς’.
Ναίων Ἰωνᾶς, ἐν μυχοῖς θαλαττίοις,
Ἐλθεῖν ἐδεῖτο, καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι.
Νυγεὶς ἐγὼ δέ, τῷ τυραννοῦντος βέλει,
Χριστὲ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην,
Θᾶττον μολεῖν Σε, τῆς ἐμῆς ῥᾳθυμίας.
(Ο προφήτης Ιωνάς μέσα στο βυθό της θάλασσας παρακαλούσε να έρθει σε Εσένα Κύριε και να του απομακρύνεις τη ζάλη και τον κίνδυνο του θανάτου. Εγώ όμως, πληγωμένος από το βέλος του τυράννου-διαβόλου απευθύνομαι σ’ Εσένα τον καταλύτη των κακών, Χριστέ, όσο πιο γρήγορα να έρθεις σε μένα, προτού με κυριεύσει η ραθυμία μου.)
Ὠδὴ ζ’.
Τῷ παντάνακτος, ἐξεφαύλισαν πόθῳ,
Ἄπλητα θυμαίνοντος, ἠγκιστρωμένοι,
Παῖδες τυράννου, δύσθεον γλωσσαλγίαν·
Οἷς εἴκαθε πῦρ, ἄσπετον τῷ Δεσπότῃ,
Λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας εὐλογητὸς εἶ.
(Από τον πόθο και την αγάπη του παμβασιλέως Θεού κυριευμένοι οι Τρεις Παίδες, περιφρόνησαν την ασεβή βλασφημία του τυράννου, ασυγκράτητα οργισμένου εναντίον τους. Γι’ αυτό υποχώρησε η σφοδρή φωτιά μπροστά σ’ αυτούς, που στον Δεσπότη Θεό έψελναν, ευλογημένος είσαι στους αιώνες.)
Ὠδὴ η’.
Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον.
Μήτραν ἀφλέκτως, εἰκονίζουσι Κόρης,
Οἱ τῆς παλαιᾶς, πυρπολούμενοι νέοι,
Ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην.
Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ,
Λαοὺς πρὸς ὕμνον, ἐξανίστησι Χάρις.
(Οι Τρεις Νέοι της Παλαιάς Διαθήκης, που μέσα στο καμίνι της φωτιάς πυρπολούνταν χωρίς να καίγονται, προεικονίζουν τη μήτρα της Κόρης, που με υπερφυσικό τρόπο κυοφόρησε τον Χριστό παραμένοντας σφραγισμένη (Παρθένος). Αυτή η χάρη του Θεού, που ενήργησε με μια θαυματουργική δύναμη τα δύο αυτά θαύματα, διεγείρει τους πιστούς σε δοξολογία.)
Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρί μου.
Τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.
Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάν, καὶ γενεὰν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν.
Τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ...
Καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων, καὶ ὕψωσε ταπεινούς, πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν, καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς.
Τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ..
Ὠδὴ Θ’.
Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν λυτρωσαμένην, ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας.
«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
Ῥᾷον σιωπήν, τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδές ἐστιν, ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
(Το ν’ αρκεστούμε από φόβο στη σιωπή, που είναι κάτι ακίνδυνο, είναι πιο εύκολο για μας, ενώ το να συνθέτουμε για Σένα, Παρθένε, ύμνους τεχνουργημένους αρμονικά, παρασυρμένοι από τον πόθο για Σένα, είναι επίπονο και επικίνδυνο. Αλλά Εσύ, Μητέρα, δίνε μας τόση δύναμη όση είναι η προαίρεσή μας για να σε υμνήσουμε.)