Ο ύμνος «Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα» είναι ένας μη λειτουργικός ύμνος (δεν ψάλλεται δηλαδή εντός κάποιας Ακολουθίας), και τον συνέθεσε ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης τον 19ο αιώνα μ.Χ., κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντής της Θεολογική Σχολής στην Ριζάρειο της Αθήνας.
Η παράδοση θέλει την Παρθένο να εμφανίζεται ενώπιον του Αγίου Νεκταρίου στο μοναστήρι της Αίγινας, και να του ζητάει να καταγράψει σε χαρτί έναν ιδιαίτερο ύμνο, όπου οι αγγελικές χορωδίες ήταν έτοιμες να τον ψάλλουν.
Γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.
Σε ηλικία 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποιον έμπορο και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου της Κωνσταντινουπόλεως.
Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. ήταν δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο. Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Ιερά Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 - 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.
Το 1881 μ.Χ. μετέβη στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ' (1870 - 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ.
Έπειτα, ο Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο. Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).
Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 - 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 - 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 - 1904 μ.Χ.).
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.
Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.
Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.
Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ.
Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.
Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Άγιος Νεκτάριος είχε ιδιαίτερη αγάπη προς την Θεοτόκο και συνέθεσε πλήθος ποιημάτων και κανόνων σε μια συλλογή γνωστή και ως ''Θεοτοκάριον'' με πιο γνωστό Ύμνο το Αγγελικό Άσμα ''Αγνή Παρθένε Δέσποινα''
Άγιε του Θεού, Ιεράρχα Νεκτάριε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών, Αμήν.
Απάνθισμα από τις πιο δυνατές προσευχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας τις οποίες μπορείτε να τις λέτε οποιαδήποτε ώρα και στιγμή της ημέρας επιθυμείτε..!! Θα ακολουθήσουν και άλλα τέτοια βίντεο με προσευχές για την κάθε περίσταση... Δυστυχώς ζούμε σε εποχές άσχημες όπου βασιλεύει το άγχος και η αβεβαιότητα στις ζωές μας και ο μόνος τρόπος για να αναπαυθεί η ψυχή μας είναι η προσευχή στον αληθινό Θεό...!! Προσευχές μικρές και περιεκτικές.. Από καιρό ήθελα να τα κάνω αυτά τα βίντεο, γι αυτό σας παρακαλώ να με έχετε και εμένα στις προσευχές σας αδελφοί μου για να μπορώ να συνεχίζω αυτό που ξεκίνησα... Να είστε όλοι καλά..
Εκ του ύπνου εξανιστάμενος ευχαριστώ σοι, αγία Τριάς, ότι διά την πολλήν σου αγαθότητα και μακροθυμίαν, ουκ ωργίσθης εμοί τω ραθύμω και αμαρτωλώ, ουδέ συναπώλεσας με ταις ανομίαις μου, αλλ’ εφιλανθρωπεύσω συνήθως και προς απόγνωσιν κείμενον ήγειράς με εις το ορθρίσαι και δοξολογήσαι το κράτος σου. Και νυν φώτισον μου τα όμματα της Διανοίας, άνοιξον μου το στόμα, του μελετάν τα λόγια σου και συνιέναι τας εντολάς σου και, ποιείν το θέλημά σου, και ψάλλειν σοι εν εξομολογήσει καρδίας και ανυμνείν το πανάγιον όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Tο άγχος και το στρες δυστυχώς καταβάλλει πολλούς από τους συνανθρώπους μας την σήμερον ημέραν όπου τίποτα δεν είναι σταθερό στον κόσμο που ζούμε και οι καταστάσεις μεταβάλλονται συνεχώς την κάθε μέρα που περνά.
ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΜΗΝ.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Χαράλαμπος είναι προστάτης για τους λογισμούς, τις κακές σκέψεις καθώς και για την κατάθλιψη και την στεναχώρια....
Όσοι αδελφοί υποφέρουν από αυτά τα ψυχικά νοσήματα ας προσευχηθούν με πίστη στον Άγιο Χαράλαμπο και ας ακούνε τα Μεγαλυνάρια αυτά και με την βοήθεια του Αγίου και την δική τους προσευχή η ψυχούλες τους θα νιώσουν την γαλήνη και την ανάπαυση που προσφέρει ο Θεός μέσω των Αγίων του...
Αθλοφόρων κλέος το ιερόν, Μάρτυρα Κυρίου, Χαραλάμπην νυν οι πιστοί, ελατήρα όντα, ισχυρόν πάσης νόσου, και παθών μετά πόθου υμνολογήσωμεν.
Αίτημα υπάρχει Θαυματουργέ, τούτο σον Θεόφρον, απελαύνει την λοιμικήν, νόσον εξ ανθρώπων διό αυτήν οξέως, απέλασον λιταίς σου, και πάσαν κάκωσιν.
Θρόνω παριστάμενος τω φρικτώ, του Θεού των όλων, εκδυσώπει υπέρ ημών, ρυσθήναι κινδύνων, και πάσης άλλης βλάβης, και της επικειμένης ημίν κολάσεως.
Χαραλάμπην πάντες τον θαυμαστόν, Ιερομαρτύρων αγλάϊσμα το φαιδρόν, πόθω ευφημούντες, βοήσωμεν συντόνως, λιταίς σου προς τον Κτίστην, ημάς οικτείρησον.
Δεύτε φιλομάρτυρες ευλαβώς, μνήμην Χαραλάμπους ανυμνήσωμεν του κλεινού, προς αυτόν βοώντες, σους δούλους σκέπε Μάρτυς, λοιμικής τε νόσου, και πάσης θλίψεως.
Πάσαι των αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι Πάντες μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εις το σωθήναι ημάς.
Ως στύλος ακλόνητος της εκκλησίας Χριστού, και λύχνος αείφωτος της οικουμένης σοφέ, εδείχθης Χαράλαμπες, έλαμψας εν τω κόσμω, δια του μαρτυρίου, έλυσας των ειδώλων την σκοτόμαιναν μάκαρ, διό εν παρρησία Χριστώ πρέβευε σωθήναι ημάς.
Ευχή για εύρεση συντρόφου (από το προσευχητάριο του Αγίου Αρσενίου του Καπαδόκου)
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δόξα σοί Χριστέ ο Θεός η ελπίς ημών, δόξα σοί.
Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.
Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς.
(τρεις φορές)
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανό και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.
Δι ευχών των αγίων Πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον και σώσον ημάς, Αμήν.
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σού· ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
Βαπτιστά του Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν των ανομιών ημών· σοι γαρ εδόθη χάρις, πρεσβεύειν υπέρ ημών.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον του Παρακλήτου,ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος.
Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Αυτώ, Χριστώ τω Βασιλεί ημών Θεώ.
Μετάφραση: Όπου επισκιάσει η Χάρη σου Αρχάγγελε, από εκεί εκδιώκεται η δύναμη του διαβόλου, γιατί δεν αντέχει να βλέπει το φως σου ο πεσμένος Εωσφόρος. Γι αυτό σε παρακαλούμε σβήσε τα πυρφόρα βέλη του, που κινούνται εναντίον μας, λύτρωσε μας με τη μεσιτεία σου από τα σκάνδαλα που μας βάζει, εσύ που αξίως υμνείσαι Αρχάγγελε Μιχαήλ.
***
👍Πατήστε ''ΕΓΓΡΑΦΗ'' στο Κανάλι για να λαμβάνετε και άλλα Εκκλησιαστικά ακούσματα
🔵 Ακολουθήστε με και στα κοινωνικά δίκτυα (social media) για να βλέπετε και εκεί τις καθημερινές μου αναρτήσεις.
Φωτιά, καπνός κι αντάρα στα παράλια της Μεσογείου. Τα κουρσάρικα καράβια των Σαρακηνών οργώνουν ελεύθερα τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου και σκορπούν τη συμφορά και τον όλεθρο στα δαντελωτά ακρογιάλια του. Οι Σαρακηνοί, σαν γύπες, αράζουν όπου μυρίζονται τροφή κι ανοίγουν τις μπουκαπόρτες τους και ξερνούν ό,τι χειρότερο μπορεί να δείξει το ανθρώπινο γένος. Κορμιά μαύρα σαν το σκοτάδι, ανθρώπους θεριά, τους φοβερούς Σαρακηνούς, τη φοβέρα των παραλίων οικισμών, τη συμφορά.
Δεν έχουν τίποτα το ιερό, δεν πιστεύουν σε κανένα Θεό, γι’ αυτούς Θεός είναι το πλιάτσικο, σύντροφός τους ο μπαλτάς και το μαχαίρι, ευχαρίστησή τους το άλικο αίμα και το κρασί. Μοιάζουν πολύ τα δύο αυτά και τ’ αγαπούν εξίσου.
Ορμούν σαν πληγές του Φαραώ στις παράλιες πόλεις και τα χωριά και σκορπούν την συμφορά. Σφάζουν ανθρώπους και ζωντανά. Καίνε και ρημάζουν στο πέρασμα τους.
Την πιο μεγάλη όμως ερήμωση, την έπαθαν τα νησιά μας. Απροστάτευτα καθώς ήταν και σκορπισμένα μέσα στη γαλανή αγκαλιά του Αιγαίου, τράβηξαν πιότερο την προσοχή και τη λαιμαργία των Σαρακηνών. Οι κάτοικοι, όσοι πρόλαβαν να γλυτώνουν, τραβήχτηκαν στο εσωτερικό για να αποφύγουν τη μανία των Σαρακηνών.
Η Λέσβος, ένα από τα πιο όμορφα και πλούσια νησιά μας, υπήρξε στόχος περισσότερο των Σαρακηνών. Ίσως γιατί η πλούσια γη της και το ανεπτυγμένο εμπόριο των κατοίκων των παραθαλασσίων συνοικισμών που έκαμαν τα αρχοντικά σπίτια τους, να είναι γεμάτα από γεννήματα και πολίτικα και Βενετσιάνικα ασημικά και χρυσαφικά, ήταν ένα μεγάλο κίνητρο για τους αρπαγές.
Την εποχή εκείνη, το Βυζαντινό κράτος δεν μπορούσε να αντιδράσει και να τους χτυπήσει, επειδή είχε να κάνει με πολλούς και σπουδαιότερους εχθρούς, ίσως πάλι γιατί το νησί μεγάλο καθώς είναι, και με ακρογιαλιές, γεμάτες κολπίσκους, φυσικά λιμάνια, απόμερα, απάνεμα και ασφαλή από τα μάτια κάθε εχθρού, να έκανε τους Σαρακηνούς να το βλέπουν με περισσότερη σιγουριά και πολλές φορές σαν τόπο ανεφοδιασμού και ανάπαυλας. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα, πολλά τέτοια μέρη απόμερα, από ανθρώπους και ανέμους, με κολπίσκους και αραξοβόλια, ονομάζονται Σαρακήνα, Σαρακηνιό, Σαρακονήσι κ.λπ.. Αυτές οι τοποθεσίες δεν ήταν παρά λημεριάσματα Σαρακηνών και πήραν την ονομασία τους απ’ αυτούς.
Κατά τα τέλη του Θ΄ αιώνα και τις αρχές του ΙΑ (δηλαδή το 900 με 1000) οι Σαρακηνοί ήταν στις δόξες τους. Κανέναν δεν φοβόταν και κανείς δεν τους κυνηγούσε. Τα νησιά γι’ αυτούς ήταν τσιφλίκια τους, οπόταν τους άρεσε, έβαζαν πλώρη σ’ αυτά, έκαιαν τα χωριά, έκλεβαν, σκότωναν, ερήμωναν τον τόπο και γέμιζαν τα καράβια τους από σκλάβους και λάφυρα για τα σκλαβοπάζαρα και τις πλούσιες αγορές της Ανατολής.
Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή, δηλαδή το 900 με 1000, η ζωντανή παράδοση του Μανταμάδου, τοποθετεί την κατασκευή της εικόνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με αίμα των μοναχών που σφαγιάσθηκαν από τους Σαρακηνούς. Η παράδοση είναι τόσο ζωντανή και τα γεγονότα και οι τοποθεσίες που αναφέρονται πραγματικές, που θα πρέπει να έχουν άμεση σχέση με την ιστορία. Οι αιώνες δεν κατόρθωσαν στο πέρασμά τους να παραλείψουν ή να προσθέσουν κάτι στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τις φοβερές εκείνες ημέρες.
Στη θέση «Λεσβάδος» (τοποθεσία στον Ταξιάρχη, δύο περίπου χιλιόμετρα από το Μανταμάδο), που έχει πάρει την ονομασία της από τον πρώτο κάτοικο του νησιού, υπήρχε ένα Μοναστήρι προς τιμήν των Ταξιαρχών, που η ίδρυσή του χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Οι μοναχοί του λιγοστοί, δεκαοκτώ τον αριθμό, κατά την παράδοση, το είχαν οχυρώσει με τείχη και πύργο (ο πύργος διατηρείται μέχρι σήμερα), για να αποκρούουν τις επιδρομές των Σαρακηνών. Και τα κατάφεραν πάρα πολλές φορές, σε σημείο που ο αρχιπειρατής Σιρχάν, να έχει τόσο πεισμωθεί και θυμώσει, που περισσότερο από γινάτι παρά από λεηλασία ήθελε να το κάψει.
Ήταν άνοιξη. Η μυροβόλος Λέσβος, φορώντας την καταπράσινη πλουμιστή της φορεσιά, λικνιζότανε σαν πεντάμορφη νύφη πάνω στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου. Ο βαρύς χειμώνας πέρασε ήσυχος. Οι πειρατές, φοβούμενοι τον άγριο θυμό του Αιγαίου, που το χειμώνα είναι περισσότερο αψύς, είχαν αράξει στα λημέρια της πατρίδας τους, να γλεντήσουν τα πλιάτσικά τους, να διορθώσουν τις ζημιές και να ετοιμαστούν για τις νέες τους επιδρομές.
Οι μοναχοί, μετά από την ανάπαυλα του βαρύ χειμώνα, με τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες, άρχισαν τις προετοιμασίες για το Πάσχα. Τα κελιά, η μεγάλη αυλή και όλοι οι χώροι του Μοναστηριού ασπρίζονταν και έπαιρναν μια εορταστική όψη. Ο χειμώνας έκαμε τους μοναχούς να ξεχάσουν κάπως τους φοβερούς πειρατές και να μην προσέχουν όσο έπρεπε τη φρούρηση του Μοναστηριού. Η σκέψη τους ήταν περισσότερο δοσμένη στις κατανυκτικές ακολουθίες της Μ. Τεσσαρακοστής και στις προετοιμασίες για το λαμπροφόρο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου.
Όμως οι Σαρακηνοί, με τις πρώτες γαληνές της άνοιξης, σήκωσαν πανιά για το Αιγαίο. Το κουρσάρικο του αρχιπειρατή Σιρχάν, με σηκωμένα όλα του τα πανιά, πλησίαζε τις ακρογιαλιές της Λέσβου. Είχε παρακάμψει τη Μήθυμνα με το άπαρτό της Κάστρο και έβαζε πλώρη για τη Σαρακήνα, παραλιακή τοποθεσία του Μανταμάδου, τρία τέταρτα δρόμο περίπου από το Μοναστήρι των Ταξιαρχών. Η ημέρα άρχιζε να γέρνει. Ο ανοιξιάτικος λαμπερός ήλιος κατηφόριζε για τις παραδεισένιες του πορφυρές πύλες της δύσης και αμέτρητα χρώματα είχαν απλωθεί πάνω στα καταγάλανα νερά της θάλασσας.
Πάνω στο πειρατικό του, ο αρχιπειρατής Σιρχάν κάλεσε όλο το τσούρμο του. Ήταν ένας μιγάς πελώριος, κοντά δυο μέτρα. Επί των ημερών του, όλη η Λέσβος γνώρισε τη χειρότερη ερήμωση και καταστροφή. Στάθηκε στη γέφυρα, αγριωπός. Το πρόσωπό του σου θύμιζε άρχοντα της κόλασης. Στη μύτη του και στ’ αφτιά του κρέμονταν χρυσοί κρίκοι, που έκαναν το μελαμψό πρόσωπό του περισσότερο χτυπητό και άγριο. Τα χείλη του κόκκινα και φουσκωμένα και καθώς μιλούσε φαινόταν μια σειρά μεγάλα κάτασπρα δόντια, όπλα φοβερά πολλές φορές και αυτά στη φοβερή μάχη. Το γερακίσιο του μάτι, γιατί το άλλο ήταν πάντοτε σκεπασμένο με ένα μαύρο πανί που δενόταν πίσω στ’ αριστερό του αφτί, έβγαζε σκέτη φωτιά όταν σε κοιτούσε.
Γυμνό το σώμα του από τη μέση και πάνω και το φαρδύ του στήθος το σκέπαζε κατάμαυρο σγουρό τρίχωμα. Τα χέρια του, χέρια γορίλλα, τριχωτά και γεροδεμένα, που ο μπαλτάς στα μακριά του δάκτυλα φαινόταν σα μικρό εργαλείο στα χέρια ενός τεχνίτη. Τη μέση του την έσφιγγε ένα χρωματιστό ζωνάρι, που κρατούσε σφικτά και κατακρέατα τον μπαλτά και τη σπάθα. Όταν στεριωνόταν καταμεσής στο τσούρμο του με τα πόδια του ανοιχτά, εξείχε τουλάχιστον μια σπιθαμή απ’ αυτό. Η φωνή του, ένας τηλεβόας, έκαμε σε κάθε προσταγή του το τσούρμο να ζαρώνει.
«Ακούστε με καλά», είπε με φωνή δυνατή, «τούτη τη φορά θα μπούμε μέσα στο μοναστήρι. Όλα είναι δικά σας. Κάψτε, ρημάξτε, λεηλατήστε, κάντε του κεφιού σας, εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι που μ’ αυτό λειτουργούν οι καλόγηροι, για να πίνω το κρασί μου, όλα τα άλλα τα χρυσαφικά, ασημικά και βιος, είναι δικά σας. Όποιος λιποτακτήσει θα τον κρεμάσω από τ’ άρμενα. Αν δεν το πάρουμε και τούτη τη φορά, θα σας αφήσω στο νησί και θα σαλπάρω για να σας παλουκώσουν οι γραικοί. Δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Τ’ ακούσατε καλά;»
Αλαλαγμοί και ξεφωνητά ήταν η καταφατική απάντηση του τσούρμου του μαύρου πειρατή. Η βροντερή του φωνή ακούστηκε πάλι, κάνοντας να σιγήσουν οι πάντες.
«Θα αράξουμε στο παλιό μας λημέρι και, όταν σκοτεινιάσει για τα καλά, θα ξεκινήσουμε για να τους ριχτούμε τα βαθιά χαράματα, που δεν θα μας περιμένουν. Προσέξτε. Δεν πρέπει να μας βρει η μέρα, θα είναι η καταστροφή μας. Γι’ αυτό δεν έχετε άλλη λύση. Ή θα το πάρουμε στα γρήγορα και θα κατηφορίσουμε στο καράβι ή θα μας πάρουν χαμπάρι οι γραικοί τριγύρω και ενωμένοι θα μας πετσοκόψουν.
Ο πανούργος αρχιπειρατής τα κανόνισε έτσι ώστε από τη μια η λαχτάρα του πλιάτσικου, από την άλλη ο φόβος να μην αργήσουν και χάσουν τη ζωή τους, τους προετοίμαζε να ενεργήσουν προσεκτικά και με φανατισμό για να επιτύχει η επιδρομή. Στο Μοναστήρι, η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, η προσοχή των μοναχών ήταν δοσμένη στις κατανυκτικές ακολουθίες και στις προετοιμασίες. Το βράδυ της ημέρας αυτής, οι μοναχοί, όπως κάθε βράδυ μετά από το μεγάλο απόδειπνο, τραβήχτηκαν στα κελιά τους για να ησυχάσουν και να ξεκουραστούν από τον κόπο της ημέρας. Το σκοτάδι είχε για καλά αγκαλιάσει τον τόπο τριγύρω και η ησυχία που απλωνότανε ήταν απαλή και γαλήνια. Τίποτα δεν προμήνυε το κακό που θα ακολουθούσε μες στη νύχτα αυτή.
Στο λημέρι των Σαρακηνών, τελείωναν οι προετοιμασίες για την επιδρομή. Ούτε φωτιά, ούτε θόρυβος. Όλα γίνονταν μέσα στο σκοτάδι, αθόρυβα, για να μην αντιληφθεί την παρουσία τους κανένας τσομπάνος και γίνει γνωστός στους κατοίκους ο ερχομός τους. Κατά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν για το Μοναστήρι. Περπατούσαν σιγά, με προφύλαξη. Το παν ήταν ο αιφνιδιασμός. Τη διαδρομή των τριών τετάρτων την έκαναν περισσότερο από δυο ώρες. Δεν πήραν το μονοπάτι, αλλά μέσα από τα κτήματα και το δάσος. Έφτασαν σε λίγη απόσταση απ’ το Μοναστήρι και κρύφτηκαν στα δέντρα. Περίμεναν την κατάλληλη ώρα.
«Είναι ώρα», λέει το πρωτοπαλίκαρο του αρχιπειρατή. «Όλοι κοιμούνται, δεν θα μας πάρει κανείς χαμπέρι».
«Όχι», λέει ο αρχιπειρατής, «είναι πολύ επικίνδυνο. Μας έχουν αποκρούσει με ζημιές πολλές φορές οι καλόγεροι. Μωρέ θα τους ήθελα στο τσούρμο μου τέτοια παλικάρια που είναι. Αλλά δεν γίνεται, θα τους χτυπήσουμε όταν δεν το περιμένουν μέσα στην εκκλησιά τους τα χαράματα που θα πάν' να λειτουργηθούν. Τώρα είναι πολύ επικίνδυνα. Θα μας βάλουν στη μέση από τα μπουντρούμια τους (κελιά) και θα μας λιανίσουν. Ξέρω εγώ. Μόνο να μη σας πάρουν είδηση, αλίμονο σας».
Οι ώρες περνούσαν με τους πειρατές έξω από το Μοναστήρι να καιροφυλαχτούν, όταν την απαλή σιγαλιά της βαθιάς αυγής την έσκισε το γλυκόηχο σήμαντρο του Μοναστηριού, που καλούσε τους μοναχούς στην ορθινή λειτουργία της προηγιασμένης. Καλά - καλά δεν είχε σταματήσει το σήμαντρο και τα βαριά βήματα των μοναχών ακούγονταν ρυθμικά πάνω στον ξύλινο εξώστη του Μοναστηρίου, που κατηφόριζαν για τον ναό. Σε λίγο και πάλι ησυχία. Όλοι οι μοναχοί είχαν συγκεντρωθεί στον ναό.
Οι πειρατές περίμεναν λίγο ακόμη και έπειτα, σιγά - σιγά, ξετρύπωσαν από την κρυψώνα τους και πλησίασαν με πολλές προφυλάξεις το τείχος του Μοναστηριού. Το πρωτοπαλίκαρο ξετύλιξε από τη μέση τον γάντζο, τύλιξε στα άγκιστρά του ένα μεγάλο πανί για να μην ακουστεί καθώς θα το πετούσε πάνω στο τείχος να γαντζωθεί, έκανε τον γάντζο να γυρίσει μερικές φορές γύρω από το σώμα του και τον πέταξε με δύναμη και τέχνη πολύ ψηλά και ίσια στην πλάτη του τείχους. Τράβηξε το σχοινί για να διαπιστώσει ότι έπιασε καλά, γύρισε, έκανε νόημα στον αρχιπειρατή και άρχισε να ανεβαίνει με προσοχή.
Στο νόημα του πειρατή έτρεξαν όλοι στη μεγάλη καστρόπορτα του Μοναστηριού, που το πρωτοπαλίκαρο θα άνοιγε από μέσα. Σε λίγο ο πειρατής με τον γάντζο βρισκόταν στην αυλή και, προστατευόμενος από το βαθύ σκοτάδι, σύρθηκε ως την πόρτα και, τραβώντας το μεγάλο σύρτη, την άνοιξε. Σαν δαίμονες της κόλασης, οι πειρατές όρμησαν με αλαλαγμούς μέσα στο Μοναστήρι και μπήκαν στην εκκλησιά. Οι μοναχοί τα έχασαν και, πριν προλάβουν να συνέλθουν, πέθαιναν σφαγμένοι από τους μπαλτάδες των Σαρακηνών.
Ο Γαβριήλ, το δόκιμο καλογεροπαίδι που βρισκόταν στο Ιερό του Ναού, βοηθώντας τον ηγούμενο στα λειτουργικά του καθήκοντα, συνήλθε κάπως γρηγορότερα και, ανοίγοντας το στενό παράθυρο του Ιερού, αναρριχήθηκε στη σκεπή του Ναού. Όμως οι κινήσεις του δεν ξέφυγαν από τα μάτια των Σαρακηνών, που, φοβούμενοι μην τρέξει και ειδοποιήσει τριγύρω τους συνοικισμούς, βγήκαν έξω να τον κυνηγήσουν. Μερικοί κατόρθωσαν να μισοανεβούν στη σκεπή με κάτι σκάλες που είχαν αφήσει οι μοναχοί αποβραδίς, ασβεστώνοντας τους τοίχους του Μοναστηριού.
Αλλά, Κύριε των δυνάμεων! Ένας άνεμος και μια βουή ακούστηκε απ’ τη σκεπή του Ναού, η οποία μετατράπηκε σε φουρτουνιασμένο πέλαγος και πάνω στ’ ασπρισμένα κύματα ένας πελώριος στρατιώτης, αγριωπός, με σπάθα που έβγαζε φωτιές, κινούσε καταπάνω στους πειρατές. Οι τρίχες της κεφαλής των πειρατών σηκώθηκαν σαν βελόνες και με άναρθρες φωνές, αφήνοντας όπλα και κλοπιμαία, ξεχύθηκαν στον κατήφορο.
Ο μοναχός, βλέποντας το μεγάλο αυτό θαύμα να τον σώζει, έχασε τις αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, γλυκοχάραζε. Στην αρχή τα είχε χαμένα. Μα τι συνέβη; αναρωτήθηκε. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να έρχονται στον νου του όλες οι φοβερές εικόνες που διαδραματίστηκαν προ ολίγου. Όταν αναλογίστηκε τα συμβάντα, σταυροκοπήθηκε τραυλίζοντας το απολυτίκιο των Ταξιαρχών. Κατέβηκε έπειτα κάτω και μπήκε στον ναό. Το αίμα του πάγωσε βλέποντας όλους τους συντρόφους του σφαγμένους. Το σώμα του κέρωσε και τα πόδια του έμειναν καρφωμένα στο δάπεδο. Έμεινε στη θέση αυτή πολλή ώρα με τα μάτια του ορθάνοιχτα και τρομαγμένα. Ο ιερός χώρος του ναού, που πριν από λίγο ευωδίαζε από το θυμίαμα και τον ζωντάνευαν οι ψαλμωδίες των μοναχών, τώρα έμοιαζε με κοιμητήρι. Ένα απαλό χάϊδεμα της πρωινής αύρας, που τρύπωσε αθόρυβα απ’ το ανοιχτό παράθυρο που είχε αφήσει ο μοναχός στην προσπάθειά του να σωθεί τον συνέφερε. Κοίταξε τριγύρω του, σαν να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή, και έπειτα έτρεξε με αγωνία και γονάτισε στον καθένα αιμόφυρτο σύντροφό του με την ελπίδα ότι θα έβρισκε έστω και έναν ζωντανό. Οι ελπίδες του όμως διαψεύστηκαν. Οι μοναχοί, όλοι, ήταν άψυχοι.
Με ξεχειλισμένη την ψυχή του από θλίψη για τον χαμό των συντρόφων του και τη σκέψη του θολή από τα συμβάντα, ξαναχάνει τις αισθήσεις του. Κρατήθηκε όμως την τελευταία στιγμή με πείσμα. Έσυρε τα βήματά του στο εικονοστάσι του Αρχαγγέλου και σχεδόν κρεμάστηκε σ’ αυτό με τα δύο του χέρια γαντζωμένα στις γωνιές του. Σήκωσε με κόπο τη ματιά του στην εικόνα του Αρχαγγέλου και νοερά ζήτησε βοήθεια και φώτιση.
Το τρεμουλιαστό, ιλαρό φως των κανδηλιών, χάιδευε κυματιστά το πρόσωπο του Αγίου. Ένιωσε κάτι ισχυρό να διαπέρνα όλο του το είναι, να τον δυναμώνει. Μέσα από τις κυματιστές σκιές της εικόνας, σιγά σιγά τα μάτια του έβλεπαν το πρόσωπο του Αρχαγγέλου, ένα πρόσωπο! Θεέ μου! Αέρινο, ζωντανό, υπερκόσμιο!
«Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου», σχεδόν κραύγασε. «Τις ψυχές των αδελφών μου μοναχών πάρε στα χέρια Σου εσύ και παν πλημμέλημα ή ανόμημα τον Κύριο παρακάλεσε να συγχωρήσει».
Το πρόσωπο του Αρχαγγέλου γλύκανε. Ω τι θεϊκή γλύκα! Άρχισε να γαληνεύει και η δική του ψυχή. Αχ, να μπορούσε να απεικονίσει κάπου την εξαίσια αυτή μορφή. Να την κάνει εικόνα. Όμως δεν γνώριζε από αγιογραφία και ούτε καν τα στοιχειώδη υλικά δεν είχε για μια τέτοια εργασία.
«Γιατί; Γιατί; Ταξιάρχη μου να μη μπορώ ο αμαρτωλός;», μονολογούσε.
Έσφιξε με απόγνωση τα δάκτυλά του σφιχτά και ένιωσε τα νύχια του να χώνονται στις σάρκες του. Πόνεσε, άνοιξε τα δάκτυλα του, κοίταξε μέσα στην παλάμη του. Πάνω στη λευκή επιδερμίδα, δύο-τρεις σταγόνες αίμα σαν ρουμπινένιες μικρές χάντρες. Τις κοίταξε αφηρημένα και απότομα, σαν να ανακάλυπτε κάτι το σπουδαίο, κάτι το συγκλονιστικό, φώναξε:
«Αίμα, Αίμα. Αυτό είναι. Ευχαριστώ, Ταξιάρχη μου, ευχαριστώ». Και αφού έκανε το σημείο του Σταυρού, βιαστικά, σαν σίφουνας, όρμησε έξω από το Ναό, ανηφόρησε τις σκάλες και χώθηκε στο κελάρι του. Σε λίγο έβγαινε βιαστικά κρατώντας μια πήλινη λεκάνη και έναν σπόγγο. Μπήκε στον ναό. Εκεί, με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια, άρχισε να συγκεντρώνει το αίμα των μοναχών μέσα στη λεκάνη, μουρμουρίζοντας:
«Σ’ ευχαριστώ Ταξιάρχη μου, σ’ ευχαριστώ που με φώτισες και μ’ έδειξες τον τρόπο». Και αποτεινόμενος στους νεκρούς του συντρόφους:
«Αγαπημένοι μου αδελφοί, το αίμα σας δεν θα πάει χαμένο. Μ’ αυτό θα φτιάξω την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, για να τον ευχαριστήσω από μέρους σας, που μεταφέρει στα άγια Του χέρια, τις ψυχές σας στον Δημιουργό».
Όταν τελείωσε την περισυλλογή του αίματος, βγήκε πάλι από τον ναό για να γυρίσει σε λίγο έχοντας μέσα σε μια μεγάλη χωμάτινη κούπα ψιλοκοσκινισμένο ασπρόχωμα. Την έθεσε κοντά στη λεκάνη με το αίμα, ανασηκώθηκε, έφερε τα βήματά του κοντά στο εικονοστάσι του Αρχαγγέλου, έκανε τρεις μετάνοιες, ασπάσθηκε την εικόνα και είπε:
«Αρχάγγελέ μου, σε παρακαλώ, βοήθησέ με. Ξέρεις ότι δεν έχω ιδέα από τέτοιου είδους εργασίες και, αν το αποφάσισα, ήταν με τη δική σου φώτιση. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, κράτησέ μου τα χέρια».
Έκανε και πάλι τον σταυρό του, έσκυψε πάνω στις δύο κούπες και άρχισε να πλάθει πηλό με το αίμα των μοναχών και το ασπρόχωμα. Σε λίγο η μεγάλη χωμάτινη λεκάνη είχε γεμίσει από ένα σκούρο ροδακινόχρωμο πηλό.
Ο μοναχός ανασηκώθηκε, έστρεψε το πρόσωπο του ψηλά, ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου Θεού και του Αρχαγγέλου Του, Μιχαήλ, έκανε τον σταυρό του και άρχισε με τρεμάμενα χέρια να φιλοτεχνεί την εικόνα του Αρχαγγέλου. Με τις πρώτες κινήσεις άρχισε να ζει ζωηρά τα γεγονότα της σκεπής. Τα τρεμάμενα, στην αρχή, χέρια του άρχισαν να γίνονται σταθερά, να δουλεύουν με σιγουριά, ταχύτητα και χάρη, λες και κάποια αόρατη δύναμη τα βοηθούσε. Το πρόσωπο του Αρχάγγελου της σκεπής, το αγριωπό μα και θεϊκό μαζί, ήταν θαρρείς μπροστά του, ολοζώντανο, με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό τον βοηθούσε να ανατυπώνει τα χαρακτηριστικά του πάνω στον αιματοπότιστο πηλό με μεγάλη ευχέρεια.
Πέρασε πολλή ώρα εργαζόμενος κι, όταν σταμάτησε για λίγο και κοίταξε από κάποια απόσταση το έργο του, έμεινε κατάπληκτος από την απόλυτη ομοιότητα των χαρακτηριστικών του Αρχαγγέλου της σκεπής. Κοίταξε έπειτα τη χωμάτινη λεκάνη και τότε συνειδητοποίησε ότι ο πηλός είχε μείνει ελάχιστος. Θεέ μου! Και δεν είχε φτιάξει παρά το πρόσωπο του Αγίου, τις φτερούγες Του και την πύρινη ρομφαία. Πάνω στην ένταση και την προσπάθεια ν’ απαθανατίσει τα χαρακτηριστικά του Αγίου, δεν πρόσεξε το υλικό του πηλού που λιγόστευε. Να χαλάσει ό,τι έφτιαξε και να ξαναρχίσει από την αρχή; Αδύνατον. Δεν ήταν πια βέβαιος ότι θα πετύχαινε αυτό που τώρα εμπρός του καμάρωνε ευχαριστημένος.
Μα τότε; Έσκυψε, πήρε τον υπόλοιπο πηλό, και όπως ακριβώς ένα άπειρο παιδί ζωγραφίζει σε χαρτί ένα ανθρώπινο σώμα, σχεδιάζοντας τον κορμό, τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου, με μια μόνο χονδρή κοντυλιά, έτσι και κείνος με τον λίγο πηλό που του έμεινε, σχεδίασε το υπόλοιπο σώματος Αρχαγγέλου, πολύ άτεχνο μεν από το λαιμό και κάτω, αλλά ολοκληρωμένο. Το βλέπουμε και σήμερα όταν ανοίξουμε το ασφαλισμένο κουβούκλιο του Αρχαγγέλου που κρύβει το υπόλοιπο σώμα Του.
Πολλές εκατοντάδες χρόνια πέρασαν από τότε που η ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου με το σκούρο αιμάτινο χρώμα της παραμένει αναλλοίωτη, ζωντανή, μακριά από τον νόμο της φθοράς και του χρόνου. Μακριά από τη φθορά του ασπασμού χιλιάδων πιστών που κάθε χρόνο κατακλύζουν τον Ιερό Ναό Του και χαϊδεύουν και σκουπίζουν πολλές φορές με βαμβάκι (!) τον ιδρώτα του προσώπου Του και τα δάκρυά Του. Ακόμη δε επικολλούν στο μέτωπο και στα μάγουλά του νομίσματα μεταλλικά παντός είδους, τα οποία σημαδεύουν το πρόσωπό Του, αλλά τα σημάδια αυτά εξαλείφονται έπειτα. Όλα αυτά είναι αρκετά να πείσουν κάθε χριστιανό, με πόση χάρη, αγάπη και ενδιαφέρον αγκαλιάζει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ τη χειροποίητη ανάγλυφη εικόνα Του.
Ο Άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής, αρχαίος ιεράρχης της Αλεξανδρινής Εκκλησίας και σύγχρονος του Μ. Αθανασίου (4ος αι.), αξιώθηκε να δει στην επίγεια ζωή του πλήθος οραμάτων, κι ανάμεσα σ’ αυτά πολλές αγγελοφάνειες.
Ήταν οικείος και αγαπητός στους αγγέλους. Συχνά του φανερώνονταν, χάρη στην αγία του βιοτή, και του αποκάλυπταν μυστήρια του ουρανού, ωφέλιμα και διδακτικά σε όλους.
Νέος ακόμα ο άγιος, ζώντας στην Κωνσταντινούπολη, υποχώρησε στην κακή επιθυμία. Οι δαίμονες πανηγύρισαν για την ήττα του, πού είχαν προκαλέσει οι ίδιοι με φοβερούς πειρασμούς. Εκείνος όμως, μετανοημένος, τα έβαλε με τη σάρκα του κι άρχισε μ’ όλη του τη δύναμη να χτυπάει το πρόσωπο του. Πύρινη προσευχή έβγαινε από τα χείλη του με κατάνυξη και συντριβή.
Αμέσως παρουσιάστηκε άγιος άγγελος και τον στεφάνωσε για τη μετάνοια του. “Ύστερα άπλωσε ένα σχοινί κι έδεσε όλους μαζί τούς δαίμονες, πού τον είχαν ρίξει στην αμαρτία. Και βγάζοντας έναν-έναν, τούς έδινε από χίλιους ραβδισμούς, λέγοντας:
- “Άλλη φορά να μη γίνεστε αιτία να χτυπούν οι δούλοι του Θεού το κορμί τους!
Ο άγγελος τούς τυράννησε για πολύ, κι οι δαίμονες χάλαγαν τον κόσμο με τις κραυγές τους. Από τότε, όταν έβλεπαν το Νήφωνα, γίνονταν άφαντοι, γιατί φοβούνταν το ξύλο…
Κάποτε, περνώντας έξω από ένα κακόφημο σπίτι, είδε έναν άνθρωπο ευγενικό αλλά θλιμμένο. Έκλαιγε, έχοντας το πρόσωπο σκεπασμένο με τις πα¬λάμες του και προσευχόταν στενάζοντας.
- Τι συμβαίνει, αδελφέ; τον ρώτησε ο άγιος. Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;
- Είμαι άγγελος Κυρίου, Νήφων. Αυτή τη στιγμή, μέσα σε τούτο δω το καταγώγιο, αμαρτάνει με κάποια γυναίκα ο άνθρωπος πού μου ανέθεσε ο Θεός να προστατεύω. Πώς να μη θρηνώ για την εικόνα του Θεού, πού κατρακύλησε τόσο;
- Γιατί δεν τον νουθετείς να σταματήσει την αμαρτία;
- Δεν μπορώ να τον πλησιάσω. ‘Απ’τη στιγμή πού άρχισε, έγινε δούλος των δαιμόνων, κι έτσι εγώ δεν έχω εξουσία επάνω του.
- Πώς δεν έχεις εξουσία! Δεν σού εμπιστεύθηκε ο Θεός τη σωτηρία του;
- ο Κύριος μας έπλασε τον άνθρωπο αυτεξούσιο, αποκρίθηκε ο άγγελος, και τον άφησε να πορευθεί στο δρόμο πού του αρέσει. Λοιπόν, τι νουθεσία να του δώσω, αφού ο ίδιος ο Χριστός, με το δικό Του στόμα, νουθετεί και διδάσκει ν’ απέχουν όλοι από την αμαρτία;
- Και γιατί σήκωνες τα χέρια σου στον ουρανό και αναστέναζες;
- Έβλεπα γύρω του τούς δαίμονες να τραγουδούν, να παίζουν κιθάρα, να χτυπούν παλαμάκια και να τον περιγελούν. Γι’ αυτό παρακαλούσα το Θεό να τον λυτρώσει, και να χαρώ έτσι κι εγώ για την επιστροφή του.
Μία μέρα ο όσιος αξιώθηκε να δει την ακόλουθη οπτασία: Περνώντας έξω από ένα σπίτι, είδε μέσα καθισμένους στο τραπέζι τον οικοδεσπότη με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Γύρω τους είδε να παραστέκονται κάποιοι λαμπροντυμένοι νέοι.
“Τι συμβαίνει;” αναρωτήθηκε. “Οι καθιστοί είναι πάμπτωχοι, ενώ οι όρθιοι λαμπροντυμένοι!”.
Αυτοί οι νέοι, καθώς του φανέρωσε ο Θεός, ήταν άγγελοι. “Έχουν εντολή να παραστέκονταν στους χριστιανούς την ώρα του φαγητού με σταυρωμένα χέρια, σαν καλοί δούλοι. “Αν όμως ακούσουν στο τραπέζι κατάκριση ή οποιαδήποτε άλλη κακολογία, φεύγουν αμέσως όπως οι μέλισσες απ’ τον καπνό. Στη θέση τους τότε έρχεται ένα μαύρο δαιμόνιο και κυλιέται ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες.
Με πολλή χαρά ο όσιος έτρεχε στους ναούς για τις ιερές ακολουθίες. Σε μια λειτουργία βλέπει ξαφνικά να κατεβαίνει φωτιά από τον ουρανό και να σκεπάζει το θυσιαστήριο και το λειτουργό. Στον τρισάγιο ύμνο κατέβηκαν τέσσερις άγγελοι και συνέψαλλαν με τούς πιστούς.
Λίγο πριν από τη μεγάλη είσοδο, άνοιξε ο ουρανός κι άρχισαν να κατεβαίνουν άγγελοι, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες. Αμέσως φάνηκε ένα γλυκύτατο βρέφος. Το μετέφεραν Χερουβείμ πάνω στις παλάμες τους και το απόθεσαν στο άγιο δισκάριο. Γύρω του μαζεύτηκαν πλήθος λευκοφόροι νέοι.
Όταν βγήκε ο ιερέας για τη μεγάλη είσοδο, προπορεύονταν δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ, κι ακολουθούσαν άπειροι άγγελοι ψάλλοντας. Μόλις ο λειτουργός τοποθέτησε τα τίμια Δώρα στην άγια Τράπεζα, Οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Κι όταν, μετά το «Πιστεύω», ευλόγησε τα άγια και είπε, «…μεταβαλλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω…», βλέπει ο όσιος έναν άγγελο να σφάζει με μαχαίρι το βρέφος. Κι αφού έχυσε το αίμα του στο άγιο ποτήριο, τεμάχισε το σώμα του και το έβαλε πάνω στο δισκάριο.
Όταν ήρθε η ώρα να μεταλάβουν οι πιστοί, οι άγγελοι παρακολουθούσαν αοράτως. Μόλις πλησίαζε κάποιος ενάρετος, του έβαζαν στεφάνι στο κεφάλι. “Αν όμως ερχόταν κάποιος αμετανόητος, τον αποστρέφονταν.
Αφού μετέλαβαν όλοι κι έγινε ή κατάλυση, βρέθηκε πάλι σώο το θείο βρέφος στις ύπτιες παλάμες των Χερουβείμ, πού το ανέβασαν με ψαλμωδίες στον ουρανό.
Κάποτε ο όσιος, εκεί στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφθηκε το ναό του άγιου Νικολάου, πού ήταν κοντά στο παλάτι της Αφθονίας. Εκεί αξιώθηκε να δει και να συζητήσει με τον άγιο άγγελο πού φρουρούσε το ιερό θυσιαστήριο.
- Από καιρό επιθυμούσα να σε δω, είπε ο άγγελος στον όσιο. Παρακαλούσα το Θεό να έρθεις κάποτε να προσευχηθεί εδώ, για να σε γνωρίσω και ν’ απολαύσω την προσευχή σου.
- Που με ξέρεις; απόρησε ο Νήφων. Και γιατί επιθυμείς τόσο πολύ να δεις ένα γέρο σαπισμένο στην αμαρτία;
- Γι’ αυτό σε ποθούσα, για να γνωρίσω αυτή σου την ταπείνωση. Είχα ακούσει στον ουρανό ότι σου τη χάρισε ο Χριστός με το ίδιο Του το χέρι.
- Μα είναι δυνατό να γίνεται λόγος στον ουρανό για ένα έκτρωμα σαν κι έμενα;
- Σου είπα την αλήθεια. Εγώ, καθώς βλέπεις, υπηρετώ αυτό το άγιο θυσιαστήριο. Κάθε φορά πού ανεβαίνω στον ουρανό για να προσφέρω στο Θεό τις προσευχές των πιστών, ακούω όσα Οι άγγελοι λένε για σένα: Ότι ο Νήφων είναι αγαπητός στον Ύψιστο, γιατί με τη βαθιά του ταπείνωση κάνει στάχτη τούς δαίμονες, κι ότι θυμάται στις προσευχές του τις μακάριες δυνάμεις. Γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταξε κάθε άγγελο και αρχάγγελο να σαι μνημονεύουν αδιάκοπα στις νοερές τους θυσίες.
Αυτά είπε ο άγγελος, κι αφού μακάρισε πάλι τον όσιο για την ταπείνωση του, έγινε άφαντος.
Συχνά ο δίκαιος έφευγε από την πόλη προς τις βορινές περιοχές, γιατί αγαπούσε πολύ να συνομιλεί με το Θεό στην ησυχία. Κάποτε, ενώ προσευχόταν στην έξοχη, είδε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί. Είδε τον Κύριο καθισμένο σε ένδοξο θρόνο και περιστοιχισμένο από πλήθος αγγέλων. Κι ενώ κοιτούσε έκθαμβος, άκουσε τούς αγγέλους νά λένε μεταξύ τους:
- Να ο αγαπητός μας Νήφων! Με τι αγάπη και πόθο μας κοιτάζει! Δίκαια κι εμείς τον μνημονεύουμε στις θείες ιερουργίες μας.
Αποφεύγοντας ο Νήφων τη δόξα των ανθρώπων, εγκατέλειψε τη Βασιλεύουσα και ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί όμως έπεσε στη θεϊκή παγίδα. Χειροτονήθηκε, παρά τη θέληση του, επίσκοπος Κωνσταντιανής και εργάστηκε με ζήλο για το ποίμνιο του.
Στα τελευταία της ζωής του ήρθε σε έκσταση. Είδε πώς μπήκε σε θεϊκά ανάκτορα.
- Μιχαήλ, άκουσε την ήρεμη φωνή του ουράνιου Βασιλιά, δείξε στον αγαπητό μας Νήφωνα τον τόπο της καταπαύσεως του.
Αμέσως ο αρχάγγελος τον οδήγησε σε κάποια παλάτια τόσο φωτεινά, πού τον θάμπωσαν. Εκεί τούς κύκλωσαν πλήθος λευκοφόροι λέγοντας:
- Δέσποτα Μιχαήλ, πότε θα μας δώσεις τον αγαπητό μας Νήφωνα;
- Ή βουλή του Θεού, απαντούσε εκείνος, είναι να σάς χαριστεί μετά από τρεις μέρες.
Οι άγγελοι, ακούγοντας το, σκίρτησαν από χαρά. Μερικοί μάλιστα άρχισαν τις ουράνιες προετοιμασίες.
- Η φιλανθρωπία του Χριστού, πού σ’ ελέησε, του είπε ο αρχιστράτηγος οδηγός του, όρισε εδώ των κατάπαυση σου. Σου τα χάρισε όλα αυτά, γιατί αγάπησες κι Αυτόν κι εμάς. Να, τώρα θα έχεις θρόνους, φωτεινά ιμάτια, κοιτώνες και θαλάμους αμέτρητους. Όλα στα έχει ετοιμάσει με το ίδιο Του το χέρι ο πανάγαθος Θεός. Πηγή: Εμφανίσεις και θαύματα αγγέλων, Ιερά Μονή Παρακλήτου
Κύριε Θεέ, Βασιλεύ Μέγα, Άναρχε! Απόστειλον, Κύριε, τον Σον Αρχάγγελον Μιχαήλ, επί τον δούλον Σου ίνα ρύσης με από εχθρών ορατών και αοράτων. "Αρχάγγελε Κυρίου Μιχαήλ, δος ειρήνην και ευημερίαν τω Σω δούλω (το όνομα σας λέτε εδώ). Αρχάγγελε Κυρίου Μιχαήλ, των δαιμόνων μαχητά, πολέμησον τους εχθρούς τους πολεμούντας με, ποίησον αυτούς ώσπερ αμνούς και απόστρεψον αυτούς ως ο άνεμος την κόνιν. Ω Μέγα Αρχάγγελε Κυρίου Μιχαήλ! Αρχιστράτηγε, Πρώτε των εξαπτερύγων Χερουβείμ και Σεραφείμ και πάντων των Αγίων, γενού μοι προστάτης και βοηθός εν ταίς θλίψεσι και ταίς στενοχωρίαις μου, εν τη ερήμω, εις τας οδούς, εις τους ποταμούς, και εν τη θαλάσση γενού μοι γαλήνιος λιμήν. Σώσον με, Αρχάγγελε Μιχαήλ, από των πονηριών του διαβόλου, όταν ακούσης με, τον αμαρτωλόν δούλον (όνομα), καλούντα το όνομά Σου το Άγιον. Γενού μοι βηθός ταχύς και επάκουσον της προσευχής μου. Ω Μέγα Αρχάγγελε Μιχαήλ! Νίκα πάντας τους εναντίους μου τη δυνάμει του Τίμιου και Ζωοποιού Ουράνιου Σταυρού του Κυρίου, ευχαίς της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων Αγγέλων, των Αποστόλων, του Αγίου Προφήτου Ηλιού, του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, του Αγίου Ανδρεου του διά Χριστόν Σαλού, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Νικήτα και Ευσταθίου και πάντων Σου των Αγίων. Ω Μέγα Αρχάγγελε Μιχαήλ! Βοήθει με τον αμαρτωλόν δούλον Σου (όνομα), σώσον με από σεισμού, πλημμύρας και πυρός, από αοράτων ενθρών, από ανοήτου θανάτου, από παντός κακού και από πονηρών δαιμόνων, Μέγα Μιχαήλ Αρχάγγελε Κυρίου, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν".
Μπορείτε να διαβάζετε αυτή την υπέροχη προσευχή στον Αρχάγγελο Μιχαήλ οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας επιθυμείτε.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έχει μεγάλη παρρησία στον Θεό και όταν τον ικετεύουμε με πίστη και θερμή ψυχή μεσιτεύει σε αυτόν για να μας εκπληρωθεί το αίτημά μας (αν φυσικά είναι για το καλό της ψυχής μας).
Η προσευχή αυτή, είναι αρχαία. Είναι αχειροποίητος! Εμφανίστηκε στον προθάλαμο της Μονής στο Κρέμλ της Εκκλησίας του Μιχαήλε Αρχιστράτιγε (Αρχιστράτηγου Μιχαήλ).
Μπορείτε να την εντάξετε και στο Απόδειπνο ή στην Εωθινή σας προσευχή. Σύμφωνα με τη ρωσική παράδοση, ο άνθρωπος που θα διαβάσει αυτήν την προσευχή, από την ημέρα εκείνη, δεν θα τον αγγίζει ούτε διάβολος, ούτε κακός άνθρωπος και με κολακεία δεν θα προσβληθεί η καρδιά του. Καί αν πεθάνει, τότε και κόλαση η ψυχή του δεν θα πάρει.
ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΤΕ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣΤΟ ΚΑΝΑΛΙ (ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΕΑΝ)
ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΜΑΓΙΑ ;;
Η παραπληροφόρηση γύρω από το θέμα της μαγείας και γενικότερα των διαφόρων σατανιστικών διαδικασιών (μαντεία, αστρολογία, πνευματισμός κτλ.) έχουν λάβει επικίνδυνες διαστάσεις για την ψυχική υγεία των ανθρώπων.
ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΚΚΛΗΣΗ. Μην ζητάτε συμβουλές από τον οποιονδήποτε ανίδεο (όπως πχ σε διάφορες συζητήσεις, μέσω διαδικτύου). Όταν πάσχει το σώμα μας πηγαίνουμε στους καλύτερους ιατρούς, όταν πάσχει η αθάνατη ψυχή μας γιατί αδιαφορούμε; Ας προστρέξουμε στον μόνον ιατρό της ψυχής και του σώματος, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε γενικότερα από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας αλλά και από την πείρα που μας παρέχουν τα πολλά παρόμοια παραδείγματα. Διότι, δυστυχώς, η μαγεία στις μέρες μας έχει λάβει φρικιαστικές διαστάσεις.
Η μαγεία είναι κάτι το υπαρκτό. Είναι σατανική ενέργεια που ενεργοποιείται για δύο λόγους: α. διότι κάποιος που αποδέχεται το σατανά επικαλέστηκε την ενέργειά του και β. διότι αυτός που «πιάστηκε» στα μαγικά δίχτυα δεν είχε ορθή σχέση με τον Θεό (δηλ. με την Εκκλησία Του). Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι αλλά το ζητούμενο είναι να ασχοληθούμε με την δεύτερη, δηλαδή με τον εαυτό μας και με το πώς θα είμαστε κοντά στον Θεό. Αυτός αγαπητοί μου που είναι κοντά στον Θεό και ζεί μυστηριακή ζωή (Εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία κλπ) και με το φτυάρι που λέει ο λόγος να του ρίχνουν τα μάγια δεν παθαίνει τίποτα απολύτως.!!
Όλες τις μαγγανείες με τα φυτιλάκια του γάμου ή τα αβγά ή κάρβουνα και οτιδήποτε άλλο ή αν σας διαβάζουν ξόρκια κλπ αν ζείτε κοντά στον Θεό μην τα φοβάστε.!! Όλοι είμαστε πνευματικά ασθενείς και πρέπει να επιζητήσουμε την θεραπεία μας στην Εκκλησία. Το πρώτο βήμα είναι η εύρεση ενός έμπειρου Πνευματικού πατέρα (ιερέα) ο οποίος θα μας καθοδηγεί στην πνευματική μας πορεία. Συχνή εξομολόγηση και, Θεία Κοινωνία (όποτε δίνει άδεια ο πνευματικός), τήρηση των νηστειών, συχνότατη προσωπική προσευχή, τακτικός Εκκλησιασμός, μελέτη του λόγου του Θεού, είναι μερικές πρακτικές συμβουλές για κάθε Χριστιανό που έχει λάβει στα σοβαρά την σωτηρία του. Όλα τα παραπάνω είναι ο δρόμος προς την λύτρωση από κάθε κακό! Εάν εσείς και τα παιδιά σας τα ακολουθήσετε με ειλικρίνεια είμαστε βέβαιοι πως θα δείτε θαύματα!
Μην καθυστερείτε και μην αμελείτε την σωτηρία σας. Το πρόβλημά σας μπορεί να το λύσει μόνο ο Κύριος. Εμπιστευθείτε Τον, ακολουθείστε Τον. Ο δρόμος Του μπορεί να φαίνεται δύσκολος αλλά δεν υπάρχει τίποτα γλυκύτερο από αυτήν την πορεία. Προσοχή! Μην Τον αφήσετε ποτέ. Τα προβλήματα στον βίο μας θα υπάρχουν πάντοτε αλλά κοντά Του αντιμετωπίζονται εύκολα. Ο Θεός μαζί σας.
Καλή δύναμη στον αγώνα σας.
Οποιαδήποτε απορία αν έχετε γράψτε μας σχόλιο και θα σας απαντήσουμε άμεσα !!
Μετ’ευχών Αρχιμανδρίτης Κύριλλος.
Παράκληση στον Άγιο Κυπριανό (προστάτη κατά της μαγείας),
Το μυστικό για να χαλαρώσουμε και να ξεκουράσουμε την ψυχή μας από τους κόπους της καθημερινότητας είναι η επικοινωνία με τον Θεό Πατέρα μας.
Αυτό γίνεται μέσω της καρδιακής προσευχής...
Να λέμε δηλαδή δύο λόγια μέσα από την καρδιά μας στον Θεό όπως θα τα λέγαμε και στον βιολογικό μας πατέρα.
Ο Θεός σαφώς και γνωρίζει τις οποιεσδήποτε ανάγκες μας αλλά θέλει να ταπεινωθούμε και να ζητήσουμε το έλεός του.
Μην απελπίζεσαι αν δεν λαμβάνεις αμέσως αυτό που ζητάς...
Ο Θεός σε αφήνει στην αναμονή διότι αν σου το δώσει αμέσως αυτό που θες ίσως και να τον ξεχάσεις και να σταματήσεις να προσεύχεσαι..
Μόλις λοιπόν φτάσεις στο πνευματικό επίπεδο που κρίνει ο Θεός κατάλληλο για να διαχειριστείς αυτό που ζητάς, τότε στο δίνει απλόχερα σαν στοργικός Πατέρας που είναι...
Στο παρόν βίντεο ακούμε ιερούς κατανυκτικούς ύμνους από τον Ιεροψάλτη Δημήτριο Παπαγιαννόπουλο.
Ψάλλει ο λίαν αγαπητός στο πλήρωμα της Εκκλησίας, Δημήτριος Παπαγιαννόπουλος.
Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αρχαγγέλων όπου διακονεί ως Ιεροψάλτης.
Η παρούσα εκτέλεση είναι από το Βιβλίο ''Αγγελικός Χορός'' της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και συγκεκριμένα το Χερουβικό του Αγαθαγγέλου Κυριαζίδου (με κάποιες παραδοσιακές προσθήκες του Δημητρίου στο Τριάδι)
Άκρως μυσταγωγική και κατανυκτική ψαλμωδία χωρίς φανφάρες και αμανετζίδικα γυρίσματα. Ότι πρέπει για να μπορέσει η ψυχή να μεταφερθεί για λίγο στον Παράδεισο, να συναντήσει τον Θρόνο του Θεού και να επανέλθει στην γη ανανεωμένη και έχοντας το ωραίο αίσθημα της πλήρωσης από την αγάπη και τον έρωτα για τον Χριστό.
Ευχαριστούμε λοιπόν τον αγαπητό μας Δημήτριο που μας έκανε την τιμή και μας παραχώρησε αυτήν την εγγραφή και την μοιραζόμαστε μαζί σας.
Εάν θέλετε να ακούσετε περισσότερες ουράνιες και παραδεισένιες εγγραφές κάντε κλικ εδώ : http://bit.ly/2IaDH7X